Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ὀνομάζω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ονομάζω [onomázo] -ομαι Ρ2.1 : 1α. δίνω ένα όνομα σε κπ. ή σε κτ., έτσι ώστε να διακρίνεται από τα όμοιά του: Ίδρυσε μια νέα πόλη και την ονόμασε Aλεξάνδρεια. || (για πρόσ.): Πώς το ονόμασαν το παιδί; Ο Σαούλ βαφτίστηκε και ονομάστηκε Παύλος. Πώς ονομάζεσαι;, ποιο είναι το όνομά σου, πώς σε λένε; Ονομάζομαι Aντώνης Nικολάου. || (για ζώο): Tο γάτο μας τον ονομάσαμε Φιντέλ. β. χαρακτηρίζω κτ. με συγκεκριμένη ονομασία που βασίζεται στις ιδιότητές του: Kυκλικές οργανικές ενώσεις ονομάζονται οι χημικές ενώσεις που… 2α. δίνω σε κπ. έναν τίτλο, ένα αξίωμα ή βαθμό κτλ. ιδίως στα πλαίσια μιας ιεραρχίας: Ο βασιλιάς της αρχαίας Περσίας ονομαζόταν Mέγας Bασιλεύς, είχε αυτό τον τίτλο. Οι ευέλπιδες, όταν αποφοιτήσουν από τη σχολή, ονομάζονται ανθυπολοχαγοί, παίρνουν αυτόν το βαθμό. β. αποκαλώ ή χαρακτηρίζω κπ. ή κτ. με ορισμένον τρόπο: Πατέρα / φίλε μου, αν βέβαια μπορώ να σε ~ ακόμα έτσι. γ. επονομάζω: Ο αυτοκράτορας του Bυζαντίου Kωνσταντίνος ο Θ' ονομάστηκε Mονομάχος.

[αρχ. ὀνομάζω]

[Λεξικό Κριαρά]
ονομάζω· 'νομάζω.
  • I. Ενεργ.
    • 1)
      • α) Ονομάζω, καλώ κάπ. με τ’ όνομά του:
        • (Τζάνε, Kρ. πόλ. 31017), (Χρον. Μορ. P 3049
      • β) (προκ. για πράγμα):
        • είχ’ ένα ποτάμι, … Πιέδε το ονομάζουσι (Κορων., Μπούας 95).
    • 2) Ονοματίζω, δίνω σε κάπ. όνομα:
      • (Ροδινός 123), (Ερμον. Γ 234), (Ιστ. πατρ. 19613).
    • 3)
      • α) Αποκαλώ:
        • (Διγ. Gr. 2151), (Καλλίμ. 117
        • (προκ. για κάπ. τίτλο ή κάπ. προσηγορία):
          • … ονομάσαντες αυτήν κυράν της Ανατολής (Έκθ. χρον. 35· Αρσ., Κόπ. διατρ. [235]
      • β) χαρακτηρίζω:
        • (Ταμυρλ. 1
        • εμένα κόρη ευγενική ήθελαν μ’ ονομάζει (Πανώρ. Γ́ 12).
    • 4) Ανακηρύσσω:
      • από την Ανατολήν έως της Δύσης θέλεις (ενν. Αλέξανδρε) ονομασθεί βασιλέας (Διήγ. Αλ. G 40).
    • 5) Ορίζω, καθιστώ:
      • επαίρνω τον και σύγαμπρον εμόν τον ονομάζω (Λίβ. Sc. 3205).
    • 6)
      • α) Αναφέρω κάπ. ή κ. με το όνομά του, κάνω μνεία:
        • (Χρον. Μορ. H 1665, 1967), (Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 234
      • β) κάνω λόγο για κ.:
        • (Μαχ. 6618
      • γ) (συνεκδ.) αφηγούμαι:
        • οι κόντοι εκείνοι ενώθησαν, όπερ εδώ ονομάζω (Χρον. Μορ. H 127).
    • 7)
      • α) (Προκ. για το Θεό) μνημονεύω, επικαλούμαι (συνέχεια) τ’ όνομά του:
        • (Ιστ. Βλαχ. 2490
      • β) (συνεκδ.) αναγνωρίζω· ομολογώ:
        • (Χούμνου, Κοσμογ. 593
        • δεν είσαι χριστιανός, Θεόν δεν ονομάζεις (Ιστ. Βλαχ. 1702).
    • 8) Δίνω υπόσχεση για κ., τάζω:
      • (Μαλαξός, Νομοκ. 188).
  • IΙ. (Μέσ.) ονομάζομαι:
    • (Κομνηνής Άννας Μετάφρ. 211), (Χειλά, Χρον. 348).
  • Η μτχ. παρκ. ως επίθ. = ονομαστός, φημισμένος, ξακουστός:
    • (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 105v
    • σ’ τούτο το κακορίζικο νησί, τ’ ονομασμένο της Κρήτης (Τζάνε, Κρ. πόλ. 23727
    • (εδώ αρνητ.):
      • άνθρωπος κακά ονομασμένος (Ιστ. Βλαχ. 1269).

[αρχ. ονομάζω. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες