Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ὀνειδίζω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ονειδίζω [oniδízo] -ομαι Ρ2.1 : (λόγ.) κατηγορώ ή κοροϊδεύω κπ. με στόχο τη γελοιοποίησή του.

[λόγ. < αρχ. ὀνειδίζω]

[Λεξικό Κριαρά]
ονειδίζω· 'νειδίζω.
— Πβ. ονειδώ.
  • I. Ενεργ.
    • 1) Κατηγορώ, μέμφομαι κάπ.· απαγγέλλω κατηγορίες σε κάπ.:
      • υπήγαν τους εις τον αμιράν και ονείδιζάν τον, ως είχεν το δίκαιον (Διγ. Άνδρ. 33021· Διγ. Esc. 856
      • (με δύο αιτιατ., η μία κατηγ.):
        • οκνηρόν και ράθυμον πάντα να σ’ ονειδίζω (Διγ. Z 1849· Προδρ. III 111
      • (εδώ με την πρόθ. ως):
        • προς τον Μωυσή γογγύζοντες άρχισαν να λέγουν, ονειδίζοντές τον ως πλάνον και απατεώνα (Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 35
      • (με σύστ. αντικ.):
        • τις διηγήσεται καταλεπτώς τα όσα με ονείδισαν (Συναδ. φ. 62r
      • (με ειδική πρόταση):
        • μη μ’ ονειδίζεις αύριον ότι κλεψίαν σ’ επήρα (Διγ. Esc. 959).
    • 2)
      • α) Κρίνω ή σχολιάζω δυσμενώς, επικρίνω, αποδοκιμάζω (κάπ. κατάσταση, συμπεριφορά, κλπ.):
        • Θλίψιν τινός και συμφοράν βλέπε μη ονειδίσεις (Σπαν. A 225· Λίμπον. 528), (Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ́ [267]
        • (με αιτιατ. και με γεν. προσώπου):
          • Μηδέ μας τ’ ονειδίσεις, αν δευτερορωτήξoμεν (Απόκοπ. 227
      • β) δυσανασχετώ για ευεργεσία που κάνω:
        • Αν δώσεις τίποτε τινάν, μηδέν τούτ’ ονειδίσεις (Σπαν. B 363).
    • 3) Επιπλήττω, μαλώνω κάπ.:
      • (Σοφιαν., Παιδαγ. 103
      • η μάννα τα παιδιά στο σφάλμα τα ονειδίζει (Π. Ν. Διαθ. φ. 335α 13).
    • 4)
      • α) Κακολογώ, βρίζω κάπ.:
        • τι σ’ έποικα και υβρίζεις με, διατί με ονειδίζεις; (Λόγ. παρηγ. O 629· Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 416
      • β) (με αντικ. λ. όπως μοίρα, ριζικό, τύχη) αναθεματίζω, καταριέμαι:
        • (Διγ. O 1760), (Θησ. Γ́ [636]), (Ντελλαπ., Ερωτήμ. 90
      • γ) (αμτβ.) βλασφημώ, χλευάζω:
        • κατά της πίστεως ημών τολμηρώς ονειδίζοντες (Καναν. 270).
    • 5) Συμπεριφέρομαι προσβλητικά, προσβάλλω, θίγω κάπ.:
      • Πολλά, κυρά, παρέδειρα νύκτες και μεσημέρια, εμέναν ονειδίσασιν οι εδικοί και ξένοι (Ερωτοπ. 91· Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π 166
      • (εδώ με είδος σύστ. αντικ.):
        • διά που καταστάθηκα, όλοι να μ’ ονειδίζουν τόσα καταφρονέματα (Ριμ. Απολλων. [1537]).
    • 6) Περιγελώ, κοροϊδεύω κάπ.:
      • έστεκε και ελάλιε (ενν. το 'ρίφι) … πολλά ονείδιζέν τον (ενν. το λύκο) (Αιτωλ., Μύθ. 1384· Διγ. Esc. 231).
    • 7) Περιφρονώ, αδιαφορώ για κάπ.:
      • Αν λάχει ξένος εις εσέ, βλέπε μην τον 'νειδίσεις (Δεφ., Λόγ. 141· Σαχλ. B́ PM 250).
    • 8) Βασανίζω κάπ.:
      • αλλ’ έχει ο νους σου διάσταξιν, θέλεις να με ονειδίζεις και κάμνεις με και θλίβομαι (Αχιλλ. L 872).
  • II. (Μέσ.) ντροπιάζομαι, ρεζιλεύομαι:
    • να μην αργήσω σήμερον κατά το ορισμένον, ονειδισθώ εις το γένος μου (Διγ. Z 878).
  • Η μτχ. παρκ. ως επίθ. =
    • 1) Περιφρονημένος:
      • να σε 'φηγηθώ τά 'γώ ’παθα διά σένα, οδιά αγάπην θλιβερήν, πόθον ονειδισμένον; (Ερωτοπ. 142).
    • 2)
      • α) Ντροπιασμένος:
        • (Ιστ. Βλαχ. 1972
        • Τι γαρ την θέλεις την ζωήν να είσ’ ονειδισμένος (Κορων., Μπούας 41
      • β) ατιμασμένος:
        • έφυγεν κι επόμεινα … στον κόσμ’ ονειδισμένη (Διγ. O 2334
      • γ) (συνεκδ.) ατιμωτικός:
        • να ζήσεις τιμημένα, χωρίς να εργάζεσαι πλέον ετούτο το έργον το τόσον ονειδισμένον (Μπερτόλδος 61).

[αρχ. ονειδίζω. Τ. ιδιωμ. Η λ. και σήμ. λόγ. και ποντ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες