Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ολισθηρός -ή -ό [olisθirós] Ε1 : (λόγ.) 1. γλιστερός: Ολισθηρό έδαφος / οδόστρωμα. 2. (μτφ.) που οδηγεί σε παράπτωμα ιδίως ηθικό: Ο ~ δρόμος της κακίας.
[λόγ. < αρχ. ὀλισθηρός]