Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ολιγωρία η [oliγoría] Ο25 : αμέλεια ή καθυστέρηση στη λήψη και ιδίως στην εκτέλεση αποφάσεων: Έδειξε ασυγχώρητη ~ και έχασε την προθεσμία.
[λόγ. < αρχ. ὀλιγωρία]
[Λεξικό Κριαρά]
- ολιγωρία η.
-
- Απροσεξία:
- (Προδρ. IV 251).
[αρχ. ουσ. ολιγωρία. Τ. 'λιγωρία σήμ. ποντ. Η λ. και σήμ.]
- Απροσεξία: