Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ὀγδοηκοντούτης
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ογδοηκοντούτης ο [oγδoikondútis] θηλ. ογδοηκοντούτις [oγδoikondú tis] Ο : (λόγ.) για πρόσωπο που έχει ηλικία ογδόντα ετών. || (συνήθ. ως επίθ.) ογδοηκονταετής, ογδοντάχρονος.

[λόγ. < ελνστ. ὀγδοηκοντούτης· λόγ. < ελνστ. ὀγδοηκοντοῦτις]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες