Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- οβελός ο [ovelós] Ο17 : 1. (λόγ.) α. η σούβλα. β. λεπτή μεταλλική ράβδος που τη χρησιμοποιούσαν για το γέμισμα ή το καθάρισμα των όπλων. 2. (φιλολ.) μικρή οριζόντια γραμμή με την οποία επισημαίνονται στις κριτικές εκδόσεις οι νόθοι τύποι.
[λόγ.: 1: αρχ. ὀβελός (στη σημ. α)· 2: ελνστ. σημ.]
[Λεξικό Κριαρά]
- οβελός ο.
-
- 1) (Εδώ ως όργανο ανασκολοπισμού) αιχμηρός πάσσαλος, παλούκι:
- οβελοίς απέκτεινε (Ψευδο-Σφρ. 5445).
- 2) (Προκ. για πουλί) νύχι:
- τους των ποδών οβελούς ραδίως εγκαταπείραντες (ενν. οι νεοσσοί) αφίπτανται πάλιν (Ιερακοσ. 3388).
[αρχ. ουσ. οβελός. Η λ. και σήμ. λόγ.]
- 1) (Εδώ ως όργανο ανασκολοπισμού) αιχμηρός πάσσαλος, παλούκι: