Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- οβελίσκος ο [ovelískos] Ο18 : τετράπλευρη και συνήθ. μονολιθική κολόνα μεγάλου ύψους, που καταλήγει σε οξύ άκρο όπως οι πυραμίδες: Οι οβελίσκοι κατασκευάζονταν από τους αρχαίους Aιγυπτίους. Οβελίσκοι που κοσμούν σήμερα ευρωπαϊκές πρωτεύουσες.
[λόγ. < ελνστ. ὀβελίσκος, αρχ. σημ.: `μικρή σούβλα΄ (δες στο οβελίας)]
[Λεξικό Κριαρά]
- οβελίσκος ο· 'βελίσκος.
-
- Το άκρο αμφίστομου μαχαιριού ή ξίφους, αιχμή ακοντίου, λόγχη:
- ολόγυρον του θώρακος όλον ξιφάρια έχει, … δίστομα, καλά ως οβελίσκους (Φυσιολ. (Legr.) 362).
[αρχ. ουσ. οβελίσκος. Η λ. και σήμ. λόγ. (Κριαρ.)]
- Το άκρο αμφίστομου μαχαιριού ή ξίφους, αιχμή ακοντίου, λόγχη: