Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ἴχνος
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ίχνος το [íxnos] Ο46 (συνήθ. πληθ., εκτός από τη σημ. 3β) : 1. αποτύπωμα, σημάδι από πόδια ανθρώπου ή ζώου πάνω στο έδαφος· πατημασιά, αχνάρι: Bαθιά / αμυδρά / ελαφρά / ευδιάκριτα / δυσδιάκριτα / πρόσφατα ίχνη. Ήταν αδύνατο να τους ακολουθήσουμε, γιατί το πυκνό χιόνι έσβηνε αμέσως τα ίχνη τους. || (μτφ.): Aκολουθώ τα ίχνη κάποιου, ακολουθώ τον ίδιο δρόμο στη ζωή, τον μιμούμαι στα έργα, στις πράξεις και στους στόχους. (έκφρ.) βαδίζω* στα ίχνη κάποιου. 2. οτιδήποτε απομένει στον τόπο από όπου πέρασε ή όπου έγινε ή υπήρξε κτ.: Ίχνη τροχών / αυτοκινήτου / φωτιάς. Tα ίχνη ενός εγκλήματος. Οι δράστες έφυγαν χωρίς να αφήσουν κανένα ~. Ίχνη αρχαίου ναού. Ίχνη αρχαίου πολιτισμού. || (μτφ.): Tα βιώματα της παιδικής ηλικίας αφήνουν ανεξίτηλα ίχνη σε ολόκληρη τη μετέπειτα ζωή του ανθρώπου. 3α. ύπαρξη σε ελάχιστη, μηδαμινή ποσότητα: H μικροβιολογική εξέταση έδειξε ίχνη λευκώματος στα ούρα. β. (μτφ., με γεν. αφηρημένης έννοιας σε αρνητικές προτάσεις)· (πρβ. στάλα, δράμι): ~ ντροπής δεν έχει πάνω του, δε νιώθει καθόλου ντροπή, δεν ντρέπεται καθόλου. Ούτε ~ αλήθειας δεν υπάρχει σε όσα λες.

[λόγ. < αρχ. ἴχνος]

[Λεξικό Κριαρά]
ίχνος το.
  • 1)
    • α) Ίχνος ποδιού, αχνάρι:
      • (Καλλίμ. 1295
    • β) ίχνος:
      • δεν έχου σύγκρισιν καμιά μηδ’ ίχνος τα φθαρμένα με τ’ άφθαρτα (Φαλιέρ., Ρίμ. 139).
  • 2) (Ως μέτρο μήκους):
    • έστω δε το τοιούτον αγγείον κατά μεν το πλάτος τρισίν ίχνεσι (Ιερακοσ. 3699).

[αρχ. ουσ. ίχνος. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ιχνοστοιχείο το [ixnostixío] Ο39 (συνήθ. πληθ.) : (βιολ.) μικρές ποσότητες χημικών στοιχείων που είναι απαραίτητες για την ανάπτυξη ενός οργανισμού.

[λόγ. ίχν(ος) -ο- + στοιχείον μτφρδ. αγγλ. trace element]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες