Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ἴσχω
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
ισχώ.
  • Έχω τη δύναμη, τη δυνατότητα:
    • μη ισχούντες εξ ανέμου την πορείαν γαρ ποιήσαι (Ερμον. Ψ 121).

[<ισχύω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες