Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ίλιγγος ο [íliŋgos] Ο20α : α. η απώλεια του αισθήματος της ισορροπίας, η κατάσταση κατά την οποία χάνει κανείς την ευστάθεια του σώματός του και έχει την εντύπωση ότι όλα γύρω του περιστρέφονται· (πρβ. ζάλη): Yποφέρω από ιλίγγους. Mε έπιασε / μου ήρθε ένας ξαφνικός ~ και παραλίγο να πέσω. β. (μτφ.) για κτ. που μας παρασέρνει σε μια διαρκή και έντονη ψυχική αναταραχή: Ο ~ του πάθους. Ο ~ της ταχύτητας.
[λόγ. < αρχ. ἴλιγγος]