Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ἱμαντομάχος
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
ιμαντομάχος ο.
  • Αυτός που αγωνίζεται με ιμάντες, πυγμάχος:
    • (Βίος Αλ. 829).

[μτγν.(;) ουσ. ιμαντομάχος (Ψευδο-Καλλισθένης, Steph.). Η λ. και στον Τζέτζη (L‑S)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες