Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ἱκεσία
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ικεσία η [ikesía] Ο25 : η πράξη του ικετεύω· θερμή παράκληση, συνήθ. για παροχή προστασίας, βοήθειας κτλ.: Παρ΄ όλες τις ικεσίες της, αυτός έμενε ασυγκίνητος.

[λόγ. < αρχ. ἱκεσία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες