Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ιδρώς ‑τας ο· ίδρωτας.
-
- α) Ιδρώτας:
- (Βίος Αλ. 1990)·
- β) (μεταφ.) κόπος, μόχθος:
- τον στέφανον της νίκης, τον εκ πολλών ιδρώτων μου καλώς εμοί τεθέντα (Βίος Αλ. 925).
[αρχ. ουσ. ιδρώς. Ο τ. στο Βλάχ. και σήμ. λαϊκ. Η λ. (‑τας) και σήμ.]
- α) Ιδρώτας: