Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ἰσχύω
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ισχύω [isxío] Ρ9α : έχω ισχύ, έχω τη δύναμη ή την ικανότητα να κάνω, να επιφέρω ή να παρέχω κτ. (αυτό για το οποίο προορίζομαι): Για ορισμένες περιπτώσεις ο νόμος ισχύει αναδρομικά. Tα εισιτήρια με επιστροφή ισχύουν για ένα μήνα. Tο διαβατήριο ισχύει για πέντε έτη. H πρόσκληση ισχύει για δύο άτομα.

[λόγ. < αρχ. ἰσχύω]

[Λεξικό Κριαρά]
ισχύω.
  • Α´ Μτβ.
    • 1) Έχω τη δύναμη, τη δυνατότητα, μπορώ:
      • Τις εις το δρακοντόκαστρον ίσχυσεν αναβήναι; (Καλλίμ. 1266).
    • 2) Νικώ:
      • πολέμους κινήσαντες και ουδέν ισχύσαντες ανεχώρησαν εκείθεν (Ιστ. πολιτ. 4712).
  • Β´ Αμτβ.
    • 1) Είμαι ισχυρός στο σώμα, δυνατός:
      • (Δούκ. 3579).
    • 2)
      • α) Έχω ισχύ, δύναμη:
        • (Βίος Αλ. 4439
      • β) αποκτώ ισχύ, δύναμη:
        • Μυελόν κριαρίου ζεστόν αυτῴ δώσεις φαγείν και ισχύσει (Ορνεοσ. αγρ. 56718).
    • 3) Είμαι επαρκής:
      • (Έκθ. χρον. 7117).
    • 4) Επικρατώ:
      • Θεού ευδοκούντος ουκ ίσχυσαν (ενν. οι Τούρκοι) προς ημάς (Πανάρ. 6627).

[αρχ. ισχύω. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ισχύων -ουσα -ον [isxíon] Ε12 : που έχει ισχύ, που ισχύει: ~ νόμος. Iσχύουσα διάταξη / νομοθεσία. Σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία δε δικαιούται αποζημίωση.

[λόγ. < αρχ. ἰσχύων μεε. του ἰσχύω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες