Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ἰσχυρός
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
ισχυρός, επίθ.· ’σχυρός.
  • 1) Δυνατός σωματικά, ακατανίκητος:
    • (Βίος Αλ. 1854).
  • 2) Σκληρός:
    • πόλεμον ισχυρόν (Έκθ. χρον. 1412).
  • 3) Οχυρός, ασφαλής:
    • ην γαρ ισχυρόν το κάστρον λίαν (Έκθ. χρον. 702).
  • 4) Σθεναρός, ανθεκτικός:
    • την ψυχήν την ισχυράν εκατελύθην τότε (Καλλίμ. 934).

[αρχ. επίθ. ισχυρός. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ισχυρός -ή -ό [isxirós] Ε1 : που έχει ισχύ, δύναμη. 1α. που έχει από τη φύ ση του μεγάλη δύναμη. ANT αδύναμος, ασθενικός: ~ οργανισμός. Iσχυ ρή κράση. (έκφρ.) ισχυρό φύλο*. || που δεν παρασύρεται, δεν υποχωρεί ή δεν ενδίδει· δυνατός: ~ χαρακτήρας. Iσχυρή θέληση. β. που στηρίζεται σε σοβαρά δεδομένα, που δύσκολα ανατρέπεται ή αμφισβητείται: Iσχυρή επιχειρηματολογία, πειστική. γ. (νομ.) που έχει νομική ισχύ, κύρος: Iσχυρή διαθήκη. 2. που γίνεται ή υπάρχει σε μεγάλο βαθμό, που έχει μεγάλη ισχύ, δύναμη, σφοδρότητα ή ένταση: ~ άνεμος, δυνατός, σφοδρός. Iσχυρό ψύχος, δυνατό, μεγάλο. ~ σεισμός. Iσχυρή έκρηξη. Iσχυρή πίεση. 3. που έχει μια ιδιότητα ή που περιέχει κάποιο συστατικό σε μεγάλο βαθμό: Iσχυρό δηλητήριο. Iσχυρή δόση ενός φαρμάκου. 4α. που έχει μεγάλη δύναμη εξουσίας, επιβολής ή επιρροής: Tα δύο ισχυρότερα πολιτικά κόμματα, μεγαλύτερα. Οι μονοκομματικές κυβερνήσεις δεν είναι πάντα ισχυρότερες από τις πολυκομματικές. Iσχυροί πολιτικοί / οικονομικοί παράγοντες. (έκφρ.) το δίκαιο του ισχυροτέρου, όταν κάποιος χρησιμοποιεί τη μεγαλύτερη υλική δύναμή του για να επιβάλλει και να εφαρμόζει τη δική του άποψη ή θέληση, παραβαίνοντας βασικές αρχές δικαίου. β. για στρατιωτική κτλ. δύναμη αριθμητικά μεγάλη και καλά εξοπλισμένη: Mπροστά στις ισχυρότερες στρατιωτικές δυνάμεις του αντιπάλου, υποχώρησαν. H έγκαιρη επέμβαση ισχυρής πυροσβεστικής δύναμης απέτρεψε την εξάπλωση της πυρκαγιάς. 5. (γραμμ.) ~ τύπος μιας προσωπικής αντωνυμίας, η πλήρης μορφή της που έχει περισσότερες συλλαβές και που προφέρεται τονισμένη, π.χ. εμένα, εμάς, σε αντιδιαστολή προς τον αδύνατο τύπο.

[λόγ. < αρχ. ἰσχυρός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες