Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ισάριθμος -η -ο [isáriθmos] Ε5 : (για σύνολα, αθροίσματα κτλ.) που αποτελείται από ίσο αριθμό μονάδων με άλλον: Iσάριθμο πλήθος. Επανεκδόθηκε σε ισάριθμα αντίτυπα, σε ίσο αριθμό αντιτύπων.
[λόγ. < αρχ. ἰσάριθμος]