Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ἰδιώτης
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Κριαρά]
ιδιώτης ο· ’διώτης.
  • Α´ Ουσ.
    • 1) Κοινός άνθρωπος του λαού, πληβείος:
      • βάρβαρος ιδιώτης (Δούκ. 2174).
    • 2) Λαϊκός (αντίθ. κληρικός):
      • άνθρωπος κοσμικός, ιδιώτης (Ασσίζ. 15515).
  • Β´ Ως επίθ.
    • 1) Κατώτερος, παρακατιανός:
      • σε τον ιδιώτην όντα βασιλέα ποιήσεις (Ψευδο-Σφρ. 18629).
    • 2) Άξεστος, αγροίκος:
      • ότι είμαι αμαθής και χωρικός, υπάρχω ιδιώτης (Ντελλαπ., Ερωτήμ. 35).
    • 3)
      • α) Αδαής, αγράμματος:
        • Περί μοναχών ιδιωτών ότι ηγούμενοι να μην γίνουνται (Βακτ. αρχιερ. 167
      • β) άπειρος:
        • ει γαρ και ιδιώτης ην, αλλ’ ηγαπάτο υπό πάντων (Έκθ. χρον. 5617
      • γ) απλοϊκός:
        • ήτον ’διώτης εις τον νουν (Αλεξ. 2804).

[αρχ. ουσ. ιδιώτης. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ιδιώτης 1 ο [iδiótis] Ο10 : αυτός που δεν ασκεί δημόσιο λειτούργημα, που δεν είναι δημόσιος υπάλληλος ή στρατιωτικός ή που δεν παρουσιάζεται με την ιδιότητά του αυτή: Kράτος και ιδιώτες πρέπει να βοηθήσουν την αναδάσωση. Tο Yπουργείο Aνάπτυξης ανέθεσε τη μελέτη σε ιδιώτη.

[λόγ. < αρχ. ἰδιώτης]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ιδιώτης 2 ο : (ψυχιατρ.) άτομο που πάσχει από ιδιωτεία, που είναι διανοητικά ανάπηρο· (πρβ. ηλίθιος).

[λόγ. < γαλλ. idiot (στη σημερ. σημ.) < λατ. idiota < αρχ. ἰδιώτης `ανειδίκευτος, αμαθής΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες