Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ἰδιάζω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
ιδιάζω.
  • Ζω μόνος, απομονώνομαι:
    • κτίσας ανάκτορον, ιδίαζεν εντός τούτου (Έκθ. χρον. 86· Δούκ. 28521).

[αρχ. ιδιάζω]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ιδιάζων -ουσα -ον [iδiázon] Ε12 : (λόγ.) που έχει εντελώς ιδιαίτερο και μοναδικό χαρακτήρα: Iδιάζουσα κατάσταση, ιδιαίτερη και μοναδική. Iδιάζουσα οσμή, ιδιαίτερη και χαρακτηριστική. ιδιαζόντως ΕΠIΡΡ με ιδιαίτερο τρόπο, εξαιρετικά: Έγκλημα ~ ειδεχθές.

[λόγ. < ελνστ. ἰδιάζων, μεε. του ἰδιάζω· λόγ. < ελνστ. ἰδιαζόντως]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες