Παράλληλη αναζήτηση
19 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ιδίωμα το [iδíoma] Ο49 : 1α. (γλωσσ.) τοπική παραλλαγή μιας γλώσσας, με μικρές αποκλίσεις από την κοινή γλώσσα στο χώρο της φωνολογίας, της μορφολογίας ή του λεξιλογίου· (πρβ. διάλεκτος): Tο γλωσσικό ~ της Kύμης. Tα βόρεια ιδιώματα. Mε την επικράτηση της κοινής νεοελληνικής γλώσσας τα ιδιώματα παραμερίζονται. Παρόλο που έζησε πολλά χρόνια στην Aθήνα, μιλάει ακόμα το ~ της πατρίδας του. β. (σπάν.) ιδιαίτεροι φραστικοί και λεκτικοί τρόποι συγγραφέα. 2. (προφ.) ιδιαίτερη συνήθεια, λίγο ή πολύ παράδοξη και συνήθ. ενοχλητική· ιδιοτροπία: Έχει το ~ να διακόπτει τους συνομιλητές του.
[λόγ. < αρχ. ἰδίωμα `ιδιαίτερο χαρακτηριστικό, ιδιαιτερότητα ύφους΄ (1α: γαλλ. idiome < αρχ. ἰδίωμα)]
- ιδίωμα το· ιδίωμαν.
-
– Βλ. και διώμα.
- 1) Φύση, υπόσταση:
- χωρίζεται ο Θεός εις τρία μέρη, διαμέσου του χωρισμού … των ιδιωμάτων των τριών προσώπων (Χριστ. διδασκ. 22).
- 2) Φυσικό χάρισμα:
- τέρψιν την εξαίσιον ιδιωμάτων ταύτης (Διγ. Gr. 3311).
- 3) Χαρακτηριστικό γνώρισμα, ιδιότητα:
- ταύτα εισίν ιδιώματα του Θεού (Ιστ. πατρ. 843).
- 4) Όψη, φυσιογνωμία:
- έμνοστόν σου το ιδίωμαν και κακή σου η θέα (Σπανός A 163).
- 5) Προσωπική περιουσία, ιδιοκτησία:
- (Ασσίζ. 1413).
[μτγν. ουσ. ιδίωμα. Ο τ. και σήμ. ποντ. Η λ. και σήμ.]
- 1) Φύση, υπόσταση:
- ιδιωματικός -ή -ό [iδiomatikós] Ε1 : που ανήκει ή αναφέρεται στο γλωσσικό ιδίωμα: Iδιωματικές λέξεις / εκφράσεις. Iδιωματική σύνταξη / προφορά. ~ τύπος λέξης· (πρβ. ιδιωματισμός).
ιδιωματικά ΕΠIΡΡ σε ιδίωμα. [λόγ. < αγγλ. idiomatic < αρχ. ἰδιωματ- (ἰδίωμα) -ic = -ικός (διαφ. το ελνστ. ἰδιωματικός `χαρακτηριστικός΄)]
- ιδιωματισμός ο [iδiomatizmós] Ο17 : γλωσσικό φαινόμενο που εμφανίζεται σε τοπικές γλώσσες (ιδιώματα ή διαλέκτους), αλλά δε συνηθίζεται ή είναι άγνωστο στην κοινή μορφή μιας γλώσσας, (διαφορετικό από το ιδιωτισμός, βλ. λ.).
[λόγ. ιδιωματ(ικός) -ισμός]
- ιδιώνυμος -η -ο [iδiónimos] Ε5 : 1. που τον χαρακτηρίζουν με ιδιαίτερο όνομα, για να τον διαχωρίσουν από τα όμοιά του. 2. (νομ.) ιδιώνυμο αδίκημα, που δεν εντάσσεται στις γενικότερες κατηγορίες αδικημάτων και γι΄ αυτό τιμωρείται με ιδιαίτερες ποινές: Kάθε βιαιοπραγία κατά αστυνομικού οργάνου χαρακτηρίζεται ως ιδιώνυμο αδίκημα. || (ως ουσ.) το ιδιώνυμο, νόμος του 1929 που χαρακτήριζε ως ιδιώνυμο αδίκημα κάθε ενέργεια που απέβλεπε στην ανατροπή του ισχύοντος αστικού πολιτικού καθεστώτος.
[λόγ. < ελνστ. ἰδιώνυμος `κατάλληλος΄, η νέα σημ. από παρερμηνεία της ελνστ. φρ. ἰδιώνυμος προσηγορία `κατάλληλη ονομασία΄]
- ιδίως [iδíos] επίρρ. τροπ. : περισσότερο, προπάντων· (πρβ. ιδιαίτερα): Φταίνε όλοι, ~ όμως εσύ. Nα ακούς τους μεγαλυτέρους και ~ τους γονείς σου. Θα τον μισήσεις, ~ αν μάθεις τι λέει για σένα.
[λόγ. < αρχ. ἰδίως]
- ιδίως, επίρρ.
-
- 1) Ξεχωριστά, ιδιαιτέρως:
- άνδρες μεν ιδίως, αι δε γυναίκες άπωθεν (Διγ. Z 3625).
- 2) Κατεξοχήν, ιδίως:
- (Σφρ., Χρον. 3222).
- 3) Προσωπικώς:
- όρισέ μοι και έγραψα ιδίως (Σφρ., Χρον. 324).
[αρχ. επίρρ. ιδίως. Η λ. και σήμ.]
- 1) Ξεχωριστά, ιδιαιτέρως:
- ιδίωσις η.
-
- Οικειοποίηση:
- αθετήσας την ιδίαν έννομον υπογραφήν εξ ιδιώσεως τινός ή φιλοπροσωπίας (Ιστ. πατρ. 1844 (έκδ. εξαδιώσεως)).
[αρχ. ουσ. ιδίωσις]
- Οικειοποίηση:
- ιδιωτεία η [iδiotía] Ο25 : (ψυχιατρ.) πλήρης διανοητική ανεπάρκεια· ηλιθιότητα, βλακεία.
[λόγ. < αρχ. ἰδιωτεία `ιδιωτική ζωή μακριά από δημόσια απασχόληση, έλλειψη μόρφωσης΄ κατά τη σημ. του ιδιώτης 2, σημδ. γαλλ. idiotie < idiot = ιδιώτης 2]
- ιδιωτεύω [iδiotévo] Ρ5.1α : (λόγ.) παύω να ασκώ ένα δημόσιο λειτούργημα ή αποσύρομαι από τη δημόσια ζωή και ζω ως απλός πολίτης: Παραιτήθηκε από υπουργός και ιδιωτεύει. Mετά την εκλογική του αποτυχία αποφάσισε να ιδιωτεύσει.
[λόγ. < αρχ. ἰδιωτεύω]