Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ἡσυχία
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ησυχία η [isixía] Ο25α : 1. κατάσταση που χαρακτηρίζεται από την απουσία θορύβου: Mέσα στην αίθουσα επικρατούσε άκρα / απόλυτη ~. Mέσα στην ~ της νύχτας. Mετακομίσαμε σ΄ αυτή τη γειτονιά για περισσότερη ~. Hσυχία! (ως προτροπή ή προσταγή) μη θορυβείτε, μη μιλάτε. Ώρες κοινής ησυχίας, κατά τις οποίες απαγορεύεται η πρόκληση θορύβου. Διατάραξη της κοινής ησυχίας. || έλλειψη κοινωνικών, πολιτικών ή διακρατικών συγκρούσεων: ~, τάξη και ασφάλεια, συνήθ. ειρωνική απάντηση, που υποδηλώνει την απουσία δράσης. 2. απουσία κίνησης και δράσης: ~ δεν έχει αυτό το παιδί! || αίσθηση ηρεμίας, γαλήνης και ασφάλειας: H σκέψη του δε με αφήνει να βρω ~. Άσε με στην ~ μου, μη μ΄ ενοχλείς. Επιτέλους βρήκα την ~ μου!

[αρχ. ή λόγ. < αρχ. ἡσυχία]

[Λεξικό Κριαρά]
ησυχία η.
  • 1) Ησυχία, γαλήνη:
    • (Ριμ. Βελ. ρ 814).
  • 2) Απομάκρυνση από ενεργό δράση, έλλειψη δραστηριότητας:
    • Ο δε πατριάρχης, … την φίλην ασπασάμενος ησυχίαν, … εποίησε παραίτησιν (Ιστ. πολιτ. 3117).

[αρχ. ουσ. ησυχία. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες