Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ημέτερος -η -ο [iméteros] Ε5 : 1. (λόγ.) δικός μας. 2. (ως ουσ.) ο ημέτερος, που ανήκει στο στενό περιβάλλον κάποιου άλλου, ιδίως το πολιτικό, και γι΄ αυτό το λόγο απολαμβάνει ιδιαίτερα προνόμια: Ξέσπασε μεγάλο σκάνδαλο, γιατί προσέλαβαν μόνο τους ημετέρους τους.
[λόγ.: 1: αρχ. ἡμέτερος `δικός μας΄· 2: από ειρ. χρήση της φρ. αυτός είναι ημέτερος]