Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ἕρμα
11 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
έρμα το [érma] Ο48 : 1.πρόσθετο βάρος που τοποθετείται κυρίως σε άδειο πλοίο με σκοπό τη ρύθμιση της ευστάθειάς του· σαβούρα. 2. (μτφ.) για αρχές ή κίνητρα που κατευθύνουν την ανθρώπινη δράση ή συμπεριφορά: Hθικό / πνευματικό ~. Άνθρωπος χωρίς ~, ανερμάτιστος. Xωρίς πίστη και αγάπη, χωρίς ~.

[λόγ. < αρχ. ἕρμα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ερμαδιακός -ή -ό [ermaδjakós] Ε1 : (λογοτ.) έρμος.

[μσν. ερημάδι(ον δες ρημάδι) -ακός και συγκ. του άτ. [i] κατά το έρμος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ερμαϊκός -ή -ό [ermaikós] Ε1 : που έχει σχέση με το θεό Ερμή: Ερμαϊκή στήλη.

[λόγ. < ελνστ. ῾Ερμαϊκός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
έρμαιο το [érmeo] Ο41 : (με γεν.) για πρόσωπο ή για πράγμα που εξαρτάται απόλυτα από κτ., που παρασύρεται από μια κατάσταση: Ο άνθρωπος να μην είναι ~ των παθών και των ενστίκτων αλλά να κατευθύνεται από το λογικό. || ιδίως για πλοίο που παρασύρεται συνήθ. ακυβέρνητο: Tο πλοίο έγινε ~ των κυμάτων / των ανέμων. Πλοίο με επικίνδυνο φορτίο βρίσκεται ~ στον Aτλαντικό.

[λόγ. < αρχ. ἕρμαιον `δώρο του Ερμή, απρόσμενη τύχη, κτ. που μπορεί να το πάρει όποιος το βρει΄]

[Λεξικό Κριαρά]
έρμαιον το.
  • Απροσδόκητη τύχη, ανέλπιστο κέρδος:
    • (Δούκ. 18728).

[αρχ. ουσ. έρμαιον. Η λ. και σήμ. (ο)]

[Λεξικό Κριαρά]
ερμάμπελο το,
βλ. ερημάμπελο.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ερμάρι το [ermári] & αρμάρι το [armári] Ο44 : (λαϊκότρ., λογοτ.) συρτάρι ή ράφι.

[μσν. ερμάριον < αρμάριον με τροπή [a > e] ίσως από επίδρ. του [r] · μσν. αρμάρι(ν) < αρμάριον < λατ. armar(ium) -ιον]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ερμάτιση η [ermátisi] Ο33 : ερματισμός.

[λόγ. < αρχ. ρ. ἑρματι- (ἑρματίζω) `σταθεροποιώ με έρμα΄ -σις > -ση]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ερματισμός ο [ermatizmós] Ο17 : τοποθέτηση έρματος, δηλαδή σαβούρας, σε πλοίο ή σε αερόστατο· ερμάτιση.

[λόγ. < αρχ. ἑρματισ- (ἑρματίζω) `σταθεροποιώ με έρμα΄ -μός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ερμαφροδιτισμός ο [ermafroδitizmós] Ο17 : 1.(βιολ.) το φαινόμενο κατά το οποίο στον ίδιο οργανισμό συνυπάρχουν τα γεννητικά όργανα και άλλα χαρακτηριστικά και των δύο φύλων: Ο ~ είναι φυσιολογική κατάσταση σε πολλούς μικροοργανισμούς. Φυσιολογικός / παθολογικός ~. 2. (μτφ.) ως χαρακτηρισμός αντιφατικής ή και απροσδιόριστης ενέργειας ή κατάστασης.

[λόγ. < γαλλ. hermaphroditisme < Hermaphrodit(e) < ελνστ. ῾Ερμαφρόδιτ(ος) -isme = -ισμός]

< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες