Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ἕλκω
6 εγγραφές [1 - 6]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
έλκω [élko] -ομαι Ρ (συνήθ. στο ενεστ. θ.) : 1.σέρνω, τραβώ κτ. (προς το μέρος μου ή πίσω μου και προς την κατεύθυνση προς την οποία κινούμαι). ANT ωθώ, απωθώ, σπρώχνω: H μηχανή έλκει το όχημα, το τραβάει, το σέρνει πίσω της, το ρυμουλκεί. || «Έλξατε», επιγραφή σε εισόδους που ειδοποιεί για το πώς ανοίγει η πόρτα. || (λόγ. έκφρ.) ~ την καταγωγή, κατάγομαι: Έλκει την καταγωγή από παλαιά βασιλική οικογένεια. 2. (φυσ.) ασκώ έλξη: Tα ομώνυμα ηλεκτρικά φορτία απωθούνται ενώ τα ετερώνυμα έλκονται. Ο μαγνήτης έλκει το σίδηρο. 3. (μτφ.) ελκύωβ.

[λόγ. < αρχ. ἕλκω `τραβώ, προσελκύω΄]

[Λεξικό Κριαρά]
έλκω· μτχ. μέσ. ειλκόμενος.
  • 1) Φρ. έλκω πνεύμα = εισπνέω:
    • (Δούκ. 3538).
  • 2) (Με υποκ. τη λ. ύπνος) κοιμούμαι:
    • (Διγ. Gr. 2417).
  • 3) (Με υποκ. τη λ. πόνος) πονώ:
    • (Διγ. Z 3014).

[αρχ. έλκω. Η λ. και σήμ. λόγ.]

[Λεξικό Κριαρά]
ελκώ.
  • (Μέσ.) υποφέρω από πληγές:
    • δριμύ (ενν. το μέλι) προσομιλούν δοκεί τοις ηλκωμένοις (Γλυκά, Στ. Β´ 46).

[αρχ. ελκόω]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ελκώδης -ης -ες [elkóδis] Ε11 : (ιατρ.) όμοιος με έλκος ή γεμάτος έλκη.

[λόγ. < αρχ. ἑλκώδης]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
έλκωμα το [élkoma] Ο49 : (ιατρ.) τραύμα που έγινε έλκος.

[λόγ. < ελνστ. ἕλκωμα, αρχ. σημ.: `πληγή΄]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
έλκωση η [élkosi] Ο33 : σχηματισμός έλκους ή ελκών.

[λόγ. < αρχ. ἕλ κω(σις) -ση]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες