Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- έλιξ η.
-
- Έλικα των αναρριχητικών φυτών, ψαλίδα:
- Κοπάνισον … έλικας αμπέλων (Σταφ., Ιατροσ. 4106).
[αρχ. ουσ. έλιξ. Τ. ‑κα σήμ.]
- Έλικα των αναρριχητικών φυτών, ψαλίδα:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ελιξίριο το [eliksírio] Ο41 : 1.παρασκεύασμα των αλχημιστών με δήθεν θαυματουργές, θεραπευτικές ή ευεργετικές ιδιότητες: ~ ζωής / μακροβιότητας / νεότητας, που υποτίθεται ότι δίνει ζωή / μακροβιότητα / νεότητα. ~ του έρωτα, που υποτίθεται ότι συνδέει ερωτικά όσους το πιουν. 2. (φαρμ.) χαρακτηρισμός φαρμακευτικών παρασκευασμάτων, που περιέχουν αιθέρια έλαια, βάμματα, εκχυλίσματα ή μείγματα με σιρόπι.
[λόγ. αντδ. < γαλλ. élixir -ιον < μσνλατ. elixir < αραβ. al-iksīr `φάρμακο από ξερή σκόνη, “φιλοσοφική πέτρα”΄ < ελνστ. ξηρίον `ξηραντική σκόνη για πληγές΄]