Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- έποικος ο [épikos] Ο19 θηλ. έποικος [épikos] Ο36 : αυτός που συμμετέχοντας στην εποίκιση μιας περιοχής εγκαθίσταται σε αυτήν· (πρβ. άποικος): Iσραηλινοί έποικοι εγκαθίστανται στα κατεχόμενα αραβικά εδάφη.
[λόγ. < αρχ. ἔποικος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]
[Λεξικό Κριαρά]
- έποικος ο.
-
- Κάτοικος:
- (Ψευδο-Σφρ. 54221).
[αρχ. ουσ. έποικος. Η λ. και σήμ.]
- Κάτοικος: