Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- έπαρμα το [éparma] Ο49 : (λόγ.) εξόγκωμα ή προεξοχή: ~ του εδάφους. || (ανατ.) ~ οστού.
[λόγ. < αρχ. ἔπαρμα]
[Λεξικό Κριαρά]
- έπαρμα το.
-
- 1) Λεία:
- επήραν όλο το κούρσος και όλο το έπαρμα (Πεντ. Αρ. XXXI 11).
- 2) Κατάληψη, πάρσιμο:
- το έπαρμα του πύργου (Χρον. Τόκκων 402).
- 3) Απόκτημα·
- (εδώ) συμβουλή:
- να στάξει σαν τη βροχή το έπαρμά μου (Πεντ. Δευτ. XXXII 2).
- (εδώ) συμβουλή:
[<αόρ. του επαίρνω + κατάλ. ‑μα. Άσχ. το αρχ. ουσ. έπαρμα. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ. ποντ.]
- 1) Λεία: