Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- έξωθεν [éksoθen] επίρρ. : (λόγ.) από έξω. ΦΡ η ~ καλή μαρτυρία*.
[λόγ. < αρχ. ἔξωθεν `από έξω΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- έξωθεν, επίρρ.· έξωθε· όξωθεν.
-
- 1)
- α) Έξω:
- (Διγ. Z 1894)·
- β) στο έξω μέρος:
- το τείχος έξωθεν έχει … χάρην (Καλλίμ. 238)·
- γ) στη στεριά:
- προς το νησίν διαβήκε, διά να ρίξει άνθρωπον έξωθε να ρωτήσει (Αχέλ. 2244).
- α) Έξω:
- 2) Έκφρ. έξωθεν εκ της φύσης = παρά το φυσιολογικό:
- (Βυζ. Ιλιάδ. 470).
- Με το άρθρο ως επίθ. =
- 1) (Προκ. για πόλεμο) εξωτερικός:
- (Ψευδο-Σφρ. 40222).
- 2) Που βρίσκεται σε άλλη χώρα:
- οι έξωθεν Χριστιανοί (Σφρ., Χρον. 1368).
- 3) Που βρίσκεται στο έξω μέρος:
- χερόπτια, το έσω σίδερον, το έξωθεν χρυσάφιν (Φλώρ. 532).
- 1) (Προκ. για πόλεμο) εξωτερικός:
[αρχ. επίρρ. έξωθεν]
- 1)