Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ἔμφοβος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
έμφοβος -η -ο [émfovos] Ε5 : (λόγ.) που είναι γεμάτος φόβο· φοβισμένος, καταφοβισμένος, έντρομος: Έμφοβο βλέμμα.

[λόγ. < ελνστ. ἔμφοβος, αρχ. σημ.: `τρομερός΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες