Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ἔμπας
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Κριαρά]
εμπασά, εμπασία η,
βλ. εμβασία.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
έμπαση η [émbasi] Ο33 & εμπασιά η [embasá] Ο24 : (λαϊκότρ.) είσοδος, συνήθ. ως τοπικό σημείο· εμπατή1· (πρβ. έμπα, μπασιά).

[ελνστ. ἔμβα(σις) (προφ. [mb] ) -ση· μσν. εμπασιά < εμπασία με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < ελνστ. ἔμβασ(ις) -ία > -ιά (διαφ. το αρχ. ἔμβασις `οπλή ζώου΄)]

[Λεξικό Κριαρά]
έμπασις η,
βλ. έμβασις.
[Λεξικό Κριαρά]
έμπασμα το· ’μπάσμα.
  • 1) Είσοδος, πόρτα:
    • να μπορέσουσιν έμπασμα να σ’ ανοίξου (Φαλιέρ., Ιστ. 218).
  • 2) (Προκ. για ναό) ο χώρος μετά την είσοδο, ο έξω νάρθηκας:
    • (Hagia Sophia ω 5154 κριτ. υπ).

[<αόρ. του (ε)μπάζω + κατάλ. μα. Η λ. στο Meursius, στο Du Cange (λ. εμπαίνειν) και σήμ. ιδιωμ. (Χυτήρης)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες