Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- έλευσις η.
-
- 1) Άφιξη, ερχομός:
- εσημάναμεν την έλευσιν της τριήρεως (Δούκ. 3495).
- 2)
- α) Προκ. για την ενσάρκωση του Χριστού:
- (Φυσιολ. 3638)·
- β) έκφρ. δευτέρα έλευσις = η Δευτέρα Παρουσία:
- (Τζαμπλάκ. 99).
- α) Προκ. για την ενσάρκωση του Χριστού:
[μτγν. ουσ. έλευσις. Η λ. και σήμ. (‑η) λόγ.]
- 1) Άφιξη, ερχομός: