Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ἔκπληξις
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
έκπληξις η.
  • 1) Κατάπληξη:
    • (Διγ. Gr. 884).
  • 2) Θαυμασμός:
    • θάμβος μεν είχεν άπαντας και έκπληξις μεγίστη, κατανοούντες την ισχύν (αυτ. 3390).

[αρχ. ουσ. έκπληξις. Η λ. και σήμ. (η)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες