Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ἔκκριτος
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
έκκριτος ο.
  • (Πληθ.) πρόκριτοι, προύχοντες:
    • εξελθόντες … οι του κάστρου έκκριτοι και πας ο λαός (Σφρ., Χρον. 6210).

[αρχ. επίθ. έκκριτος ως ουσ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες