Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ἔγγραφος
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
έγγραφος, επίθ.· έγραφος.
  • 1) Γραμμένος, γραπτός:
    • δι’ υπομνήσεως αυτών δεήσεως εγγράφου (Διγ. Gr. 63).
  • 2) ?Νόμιμος:
    • Περί μνηστείας εγγράφου (Βακτ. αρχιερ. 165).

[μτγν. επίθ. έγγραφος. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
έγγραφος -η -ο [éŋγrafos] Ε5 : 1.που γίνεται με έγγραφο, συνήθ. επίσημο: Έγγραφη κλήτευση μάρτυρος. Έγγραφη συμφωνία / καταγγελία. 2. (λόγ.) γραπτός. εγγράφως ΕΠIΡΡ: Συμφώνησαν ~. Δήλωσε ~ ότι παραιτείται.

[λόγ. < ελνστ. ἔγγραφος, ἐγγράφως]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες