Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ἑορτάζω
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εορτάζω [eortázo] -ομαι Ρ2.1 μπε. εορταζόμενος* : (λόγ.) γιορτάζω: Δεν εορτάζει ούτε δέχεται επισκέψεις λόγω πένθους. Στις 25 Δεκεμβρίου η εκκλησία μας εορτάζει τη γέννηση του Xριστού. Tο Πάσχα εορτάζεται η ανάσταση του Xριστού. Στις 25 Mαρτίου εορτάζεται η επέτειος της εθνικής μας παλιγγενεσίας.

[λόγ. < αρχ. ἑορτάζω]

[Λεξικό Κριαρά]
εορτάζω· γιορτάζω.
  • α) Γιορτάζω, τιμώ με γιορτή (ιερό πρόσωπο, θρησκευτικό γεγονός):
    • Τρεις φορές να γιορτάσεις εμέν τον χρόνο (Πεντ. Έξ. ΧΧΙΙΙ 14
    • εορτάζομεν την Ύψωσιν του Τιμίου Σταυρού (Διήγ. πανωφ. 55
  • β) (μεταφ. προκ. για άψυχα, εδώ ειρων.) «λατρεύω, έχω σαν Θεό»:
    • Ειδωλολάτρης γίνεται τα ζάρια να εορτάζει (Σαχλ. Α´ PM 230).

[αρχ. εορτάζω. Η λ. (λόγ.) και ο τ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εορτάζων -ουσα -ον [eortázon] Ε12 : (λόγ., συνήθ. για άνθρ.) που γιορτάζει και ως ουσ.: Aπουσίαζε ο ~ και δεν μπόρεσα να του ευχηθώ.

[λόγ. μεε. του εορτάζω (πρβ. ελνστ. οἱ ἑορτάζοντες `πανηγυριστές΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες