Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ἑξάεδρος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εξάεδρος -η -ο [eksáeδros] Ε5 : (μαθημ.) (για γεωμετρικό σώμα) που έχει έξι επιφάνειες. || (ως ουσ.) το εξάεδρο, γεωμετρικό σώμα με έξι έδρες: Kανονικό εξάεδρο. Ο κύβος είναι κανονικό εξάεδρο.

[λόγ. < ελνστ. ἑξάεδρος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες