Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ἑλιγμός
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ελιγμός ο [eliγmós] Ο17 : 1.κίνηση με κατεύθυνση ελικοειδή, οφιοειδή, ημικυκλική κτλ., για την αποφυγή ή την παράκαμψη εμποδίου που δεν επιτρέπει ή κάνει επικίνδυνη την κίνηση σε ευθεία γραμμή: Kατάλληλος / επιδέξιος / απότομος ~. Kάνω ελιγμούς / ελιγμό, ελίσσομαι. M΄ έναν επιδέξιο ελιγμό, πρώτα δεξιά και ύστερα εμπρός και αριστερά, παρέκαμψε το εμπόδιο. Ο δρόμος ήταν γεμάτος λακκούβες και το αυτοκίνητο προχωρούσε με συνεχείς ελιγμούς. || ελικοειδής καμπή δρόμου, κατεύθυνση σχεδόν κυκλική· (πρβ. κλειστή στροφή, φουρκέτα): «Προσοχή! ~ σε 500 μέτρα». Ο δρόμος ανέβαινε ως την κορυφή με συνεχείς ελιγμούς. 2. (μτφ.) για οποιαδήποτε ενέργεια με την οποία κάποιος επιδιώκει να αποφύγει μια επικίνδυνη ή δύσκολη περίσταση, ή να αναγκάσει έναν αντίπαλο να αλλάξει θέση, άποψη, σχέδιο δράσης κτλ.: Πολιτικός / διπλωματικός ~. Οι ελιγμοί της αντιπολίτευσης έφεραν σε δύσκολη θέση την κυβέρνηση. || (ειδ. στρατ.) συνδυασμός κινήσεων και ενεργειών στρατιωτικού τμήματος, για να αναγκαστεί ο αντίπαλος να αλλάξει τη διάταξη των δυνάμεών του: Tακτικός / στρατηγικός ~.

[λόγ.: 1: αρχ. ἑλιγμός· 2: σημδ. γαλλ. circonvolution]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες