Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ἐρυθρός
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Κριαρά]
ερυθρός, επίθ.
  • Κόκκινος:
    • (Μάρκ., Βουλκ. 34523‑4).

[αρχ. επίθ. ερυθρός. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ερυθρός -ή -ό [eriθrós] Ε1 λόγ. θηλ. και ερυθρά : (λόγ., κυρ. σε ονομασίες) 1. κόκκινος: ~ οίνος. ερυθρά αιμοσφαίρια. H Ερυθρά Θάλασσα. Ο Ερυθρός Σταυρός και η Ερυθρά Hμισέληνος, διεθνείς οργανώσεις με σκοπό την προσφορά ανθρωπιστικής βοήθειας. || (ως ουσ.) το ερυθρό, το κόκκινο χρώμα. 2. κομμουνιστικός: ~ δάκτυλος. H Ερυθρά Kίνα. Ο Ερυθρός Στρατός, ονομασία του στρατού της πρώην ΕΣΣΔ. Οι Ερυθρές Tαξιαρχίες, ονομασία ιταλικής τρομοκρατικής οργάνωσης. || (ως ουσ.) οι ερυθροί, οι κομμουνιστές.

[λόγ. < αρχ. ἐρυθρός & σε μτφρδ. (δες στο ερυθροσταυρίτης)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ερυθροσταυρίτης ο [eriθrostavrítis] Ο10 θηλ. ερυθροσταυρίτισσα [eriθrostavrítisa] Ο27 : ενεργό μέλος του Ερυθρού Σταυρού.

[λόγ. < φρ. Ερυθρό(ς) Σταυρ(ός) -ίτης, Ερυθρός Σταυρός: μτφρδ. αγγλ. Red Cross ή γαλλ. Croix-Rouge· λόγ. ερυθροσταυρίτ(ης) -ισσα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες