Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ερανιστής ο [eranistís] Ο7 θηλ. ερανίστρια [eranístria] Ο27 : (λόγ.) αυτός που επιλέγει φράσεις, χωρία κτλ. από ένα κείμενο, συνήθ. με ορισμένο περιεχόμενο: Ένας ~ του Ομήρου / της Bίβλου. Δεν πρόκειται για πρωτότυπο συγγραφέα αλλά για ικανό και ακούραστο ερανιστή.
[λόγ. < αρχ. ἐρανιστής `συμμέτοχος σε έρανο΄ κατά τη σημ. της λ. ερανίζομαι· λόγ. ερανισ(τής) -τρια]