Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ἐπιτροχάδην
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
επιτροχάδην [epitroxáδin] επίρρ. τροπ. : γρήγορα, βιαστικά και συνήθ. χωρίς πολλή προσοχή: Διαβάζω / ελέγχω κτ. ~. Aναφέρθηκε ~ στα προηγούμενα, σύντομα.

[λόγ. < ελνστ. ἐπιτροχάδην, αρχ. σημ.: `με ευχέρεια΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες