Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ἐπιστάτης
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
επιστάτης ο [epistátis] Ο10 θηλ. επιστάτρια [epistátria] & επιστάτισσα [epistátisa] Ο27 : 1.αυτός που έχει οριστεί για να επιβλέπει μια ομάδα εργατών κατά την ώρα της εργασίας: Ένας ~ σε εργοτάξιο / σε οικοδομή / σε έργα οδοποιίας. Εργάστηκε ως ~ σε αγροτικές εργασίες. Tο αφεντικό δεν είναι τόσο αυστηρό όσο ο ~. 2. ονομασία υπαλλήλου γενικών καθηκόντων ιδίως σε ίδρυμα: Ο ~ του σχολείου.

[λόγ. < αρχ. ἐπιστάτης `επόπτης δημόσιου κτιρίου΄· λόγ. επιστά(της) -τρια· επιστάτ(ης) -ισσα]

[Λεξικό Κριαρά]
επιστάτης ο.
  • 1) Αυτός που επιστατεί, που επιβλέπει κάπ.:
    • (Αξαγ., Κάρολ. Ε´ 1207).
  • 2) Προστάτης:
    • Είπον σοι: «Απολλύμεθα, δέσποτα επιστάτα» (Ιστ. Βλαχ. 2549).
  • 3) Κριτής:
    • ενεφάνη ο Λίμπονας … εις τον ευνούχον εμπροστά, αυθέντην και επιστάτην (Λίμπον. 274).

[αρχ. ουσ. επιστάτης. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες