Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ἐπισείω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
επισείω [episío] -ομαι Ρ αόρ. επέσεισα, απαρέμφ. επισείσει, παθ. αόρ. επισείστηκα, απαρέμφ. επισειστεί : χρησιμοποιώ, ιδίως αναφέρω, κτ. ως απειλή εναντίον κάποιου: Επιβάλλεται στους μαθητές επισείοντας την ποινή της αποβολής.

[λόγ. < ελνστ. ἐπισείω, αρχ. σημ.: `κινώ εναντίον΄]

[Λεξικό Κριαρά]
επισείω.
  • (Μέσ.) απομακρύνω, διώχνω:
    • επεσείοντο αυτούς ως ασεβείς (Έκθ. xρον. 713).

[αρχ. επισείω. Η λ. και σήμ. λόγ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες