Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ἐπικουρία
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
επικουρία η [epikuría] Ο25 : (σπάν.) βοήθεια: Έρχομαι για / σε ~ κάποιου, για να τον βοηθήσω. || (πληθ.) στρατιωτικές ενισχύσεις.

[λόγ. < αρχ. ἐπικουρία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες