Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- επίλοιπος, επίθ.· ’πίλοιπος.
-
- 1) Υπόλοιπος:
- την επίλοιπον ζωήν να διάβει (Γεωργηλ., Θαν. 475).
- 2) Μελλοντικός:
- (Κορων., Μπούας 112).
- Το ουδ. ως ουσ. = ό,τι υπολείπεται:
- (Χρον. Τόκκων 1024).
[αρχ. επίθ. επίλοιπος. Η λ. και σήμ. ποντ.]
- 1) Υπόλοιπος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επίλοιπος -η -ο [epílipos] Ε5 : (λαϊκότρ.) υπόλοιπος.
[αρχ. ἐπίλοιπος]