Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ἐπάξιος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
επάξιος -α -ο [epáksios] Ε6 : (λόγ. συνήθ. με γεν.) άξιος, αντάξιος για κτ. επάξια & επαξίως ΕΠIΡΡ: Kέρδισε ~ τον τίτλο του πρωταθλητή. Επαξίως εκλέχτηκε ακαδημαϊκός.

[λόγ. < αρχ. ἐπάξιος, ἐπαξίως]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες