Παράλληλη αναζήτηση
122 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επανα- [epana] & επαν- [epan], πριν από φωνήεν : λόγιας προέλευσης πρόθημα σε ρήματα και τα παράγωγά τους· δηλώνει ότι ύστερα από μια διακοπή αρχίζει και πάλι η λειτουργία της πρωτότυπης λέξης· (πρβ. ανα- 2, ξανα-): επανέκδοση, επανεκτυπώνω, επαναπροσδιορίζω, επανασυμπυκνώνω, επαναπρόσληψη.
[λόγ. < αρχ. ἐπαν(α)- < ἐπ(ί) + ἀνά ως α' συνθ.: αρχ. ἐπανα-λαμβάνω, ἐπανα-κάμπτω & μτφρδ.: επαν-έκδοση < γαλλ. réédition]
[Λεξικό Κριαρά]
- επαναβάνω.
-
- Βάζω πάλι·
- φρ. επαναβάνω εις νουν (μου) κ. = ξαναθυμάμαι κ.:
- (Λίβ. Esc. 3915).
- φρ. επαναβάνω εις νουν (μου) κ. = ξαναθυμάμαι κ.:
[<επανα‑ + βάνω]
- Βάζω πάλι·
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επαναβεβαιώνω [epanaveveóno] -ομαι Ρ1 : βεβαιώνω για μια ακόμη φορά: Mε επαναβεβαίωσε για τις καλές του προθέσεις.
[λόγ. επανα- βεβαιώνω]
[Λεξικό Κριαρά]
- επαναγνώθω.
-
- Διαβάζω επίσης κ.:
- όσον επαναγνώστησαν τα έγγραφα εκείνα (Χρον. Μορ. H 2337).
[<πρόθ. επί + αναγνώθω]
- Διαβάζω επίσης κ.:
[Λεξικό Κριαρά]
- επανάγωγο το· απανάγωγο.
-
- Το επάνω μέρος του χωραφιού από όπου αρχίζει η άρδευση:
- τα χωράφια του Μυρταρέα … απανάγωγο και κατάγωγο (Βαρούχ. 25510).
[<επίρρ. επάνω + ουσ. αγωγός]
- Το επάνω μέρος του χωραφιού από όπου αρχίζει η άρδευση:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επαναδιαπραγματεύομαι [epanaδiapraγmatévome] Ρ5.1β : διαπραγματεύομαι εκ νέου.
[λόγ. επανα- διαπραγματεύομαι]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επαναδιαπραγμάτευση η [epanaδiapraγmátefsi] Ο33 : εκ νέου διαπραγμάτευση: ~ της συμφωνίας.
[λόγ. επανα- διαπραγμάτευ(σις) -ση]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επαναδραστηριοποίηση η [epanaδrastiriopíisi] Ο33 : εκ νέου δραστηριοποίηση.
[λόγ. επανα- δραστηριοποίη(σις) -ση]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επαναδραστηριοποιώ [epanaδrastiriopió] -ούμαι Ρ10.9 : δραστηριοποιώ εκ νέου.
[λόγ. επανα- δραστηριοποιώ]
[Λεξικό Κριαρά]
- επαναζευγνύω.
-
- Επιστρέφω, επανέρχομαι:
- Εκείθεν ουν Αλέξανδρος προς πάσαν την Συρίαν επαναζεύξας ώδευε (Βίος Αλ. 1691).
[παλαιότ. επαναζεύγνυμι (6. αι., Lampe· ‑ζεύξαι, Ησύχ., L‑S) <επανα‑ + αρχ. ζεύγνυμι. Η λ. τον 6. αι. (LBG)]
- Επιστρέφω, επανέρχομαι: