Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ἐξαερίζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εξαερίζω [eksaerízo] -ομαι Ρ2.1 : κάνω εξαερισμό.

[λόγ. εξ- αερ- (δες αέρας) -ίζω μτφρδ. του νεοελλ. αερίζω (πρβ. μσν. εξαερίζω `εξατμίζω΄ ίδ. ετυμ.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες