Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- εξαγορεύω· ξαγορεύω· ’ξηγορεύω· μτχ. παρκ. εξηγορεμένος.
-
- I. Ενεργ.
- 1) (Εκκλ.) εξομολογώ:
- να κράζεις τον πνευματικόν να σε εξαγορεύει (Ιστ. Βλαχ. 2009).
- 2)
- α) (Εκκλ.) εξομολογούμαι:
- να ξαγορεύσω τα όσα πλήσα μου κακά (Διήγ. ωραιότ. 553)·
- β) εξομολογούμαι· αποκαλύπτω (κ. μελλοντικό):
- εξαγορεύω σας, την αλήθειαν λέγω (Διγ. Gr. 274).
- α) (Εκκλ.) εξομολογούμαι:
- 1) (Εκκλ.) εξομολογώ:
- II. Μέσ.
- Α´ Μτβ.
- 1)
- α) Φανερώνω, ομολογώ:
- τα βάσανά μας τα πολλά να σου ξαγορευτούμε (Πανώρ. Δ´ 210)·
- β) (εκκλ.) εξομολογούμαι:
- εξαγορεύσου τα κακά κι ειπέ τες αμαρτιές σου (Πένθ. θαν. 452).
- α) Φανερώνω, ομολογώ:
- 2) (Προκ. για διαθήκη) υπαγορεύω (εμπιστευτικά):
- (Ασσίζ. 1087).
- 1)
- Β´ Αμτβ.
- α) «εξομολογούμαι», αποκαλύπτω:
- απάρτι εξαγορεύομαι και την αλήθειαν λέγω (Διγ. Z 494)·
- β) (εκκλ.) εξομολογούμαι:
- δεν πήγες εις πνευματικόν, ουδέ εξαγορεύθης (Ντελλαπ., Ερωτήμ. 2452).
- α) «εξομολογούμαι», αποκαλύπτω:
- Α´ Μτβ.
[αρχ. εξαγορεύω. Ο τ. ξα‑ στο Βλάχ. και σήμ. λαϊκ. (Κριαρ.). Ο τ. ’ξη‑ στο Somav.]
- I. Ενεργ.