Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- εξαίφνης, επίρρ.· εξάφνη· εξάφνης· ’ξάφνης
-
- 1) Ξαφνικά:
- (Αχιλλ. N 423)·
- εξάφνη ας τους δώσομεν όλους με τα κοντάρια (Χρον. Μορ. P 4728).
- 2) Αμέσως, ευθύς:
- (Αχιλλ. N 849).
- 3) Με το άρθρο ως επίθ. = ξαφνικός, απροσδόκητος:
- η γαρ εξαίφνης συμφορά κλονίζει την καρδίαν (Λίβ. Sc. 2569· Ιστ. πατρ. 1011).
[αρχ. επίρρ. εξαίφνης]
- 1) Ξαφνικά: