Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ενυπάρχω [enipárxo] Ρ (βλ. υπάρχω) : (λόγ.) για κτ. (δύναμη, ιδέα, έννοια κτλ.) που υπάρχει στο εσωτερικό ενός άλλου, συνήθ. μτφ· (πρβ. εμπεριέχομαι, περιέχομαι): Στην ποίησή του ενυπάρχει μια ειρωνεία.
[λόγ. < αρχ. ἐνυπάρχω]