Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ἐνυπάρχω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ενυπάρχω [enipárxo] Ρ (βλ. υπάρχω) : (λόγ.) για κτ. (δύναμη, ιδέα, έννοια κτλ.) που υπάρχει στο εσωτερικό ενός άλλου, συνήθ. μτφ· (πρβ. εμπεριέχομαι, περιέχομαι): Στην ποίησή του ενυπάρχει μια ειρωνεία.

[λόγ. < αρχ. ἐνυπάρχω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες