Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ἐνθύμημα
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ενθύμημα το [enθímima] Ο49 : 1α.αντικείμενο που διατηρεί ή επαναφέρει κτ. στη μνήμη μας· (πρβ. ενθύμιο). β. (σπανιότ.) ό,τι (γεγονός ή συμβάν) θυμάται κάποιος· ενθύμηση, ανάμνηση. 2. (λογ.) ατελής συλλογισμός του οποίου η μια πρόταση παραλείπεται, γιατί εύκολα εννοείται.

[λόγ.: 2: αρχ. ἐνθύμημα· 1: κατά τη σημ. της λ. ενθύμιο]

[Λεξικό Κριαρά]
ενθύμημα το.
  • 1) Ανάμνηση, ενθύμιο:
    • (Λίβ. Esc. 4099).
  • 2) (Πιθ.) σκέψη, πρόθεση· επιθυμία:
    • Μα τον Θεόν, η Μαξιμού, ουκ έν το ενθύμημά σου (Διγ. Esc. 1568).

[αρχ. ουσ. ενθύμημα. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες